περιδένω

περιδένω
περιδέω, ΝΑ
1. δένω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περισφίγγω
2. περιβάλλω, περιζώνω
3. μέσ. περιδένομαι / περιδέομαι
είμαι δεμένος ολόγυρα, περιβάλλομαι με κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιδένω — περίδεσα, περιδέθηκα, περιδεμένος, δένω κάτι γύρω γύρω, περιζώνω, περισφίγγω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περισφηκώ — όω, Α 1. περιδένω, περισφιγγω ὁπως όταν περιδένει κανείς το στόμιο δοχείου, στουπώνω 2. παθ. περισφηκοῡμαι, όομαι α) περισφίγγομαι, περιδένομαι σφιχτά β) περιβάλλομαι με μεταλλική επένδυση για ενίσχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφηκῶ «περισφίγγω,… …   Dictionary of Greek

  • αμπυκάζω — ἀμπυκάζω (Α) περιδένω την κόμη, στεφανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπυξ «διάδημα, ταινία για το δέσιμο τών μαλλιών»] …   Dictionary of Greek

  • αμφίδεα — ἀμφίδεα, τα (Α) τα χείλη τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιδέω «περιδένω, δένω ολόγυρα»] …   Dictionary of Greek

  • αμφιδέα — ἀμφιδέα, η (Α) συνήθ. στον πληθ. αἱ ἀμφιδέαι 1. καθετί με το οποίο περιδένεται κάτι, το οποίο είναι δεμένο γύρω από κάτι, κρίκος, δακτύλιος, περιβραχιόνιο, βραχιόλι 2. οι σιδερένιοι κρίκοι με τους οποίους προσαρμόζονταν και στηρίζονταν πάνω στους …   Dictionary of Greek

  • αμφιδέω — ἀμφιδέω (Α) περιδένω, δένω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δέω «δένω». ΠΑΡ. αμφιδέτης, αμφίδετος αρχ. ἀμφίδεα, ἀμφιδέα] …   Dictionary of Greek

  • αντιπερίαμμα — ἀντιπερίαμμα, το (Μ) κρεμαστάρι, μενταγιόν κρεμασμένο για μαγικούς σκοπούς, για να προκαλεί κακό στους άλλους (αντίθετα απ το φυλαχτό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + περίαμμα < περιάπτω «περιδένω, προσαρμόζω»] …   Dictionary of Greek

  • απολινώ — ἀπολινῶ ( όω) (Α) [λίνον] δένω με λινό νήμα, περιδένω αιμοφόρο αγγείο …   Dictionary of Greek

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • διαδώ — διαδῶ ( έω) (Α) [δω] 1. περιδένω με επίδεσμο 2. δένω ταινία ή τοποθετώ διάδημα στα μαλλιά μου 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο διαδούμενος το πασίγνωστο άγαλμα τού Πολυκλείτου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”